- θνησιγέννητος
- -η, -ο1. αυτός που πεθαίνει μόλις γεννηθεί.2. αυτός που γεννιέται νεκρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θνησιγέννητος — η, ο αυτός που γεννιέται νεκρός, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γέννητος (< γεννώ), πρβλ. α γέννητος αρτι γέννητος] … Dictionary of Greek
θνησιγενής — ές 1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός 2. θνησιγέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γενής < γένος (πρβλ. θεα γενής, λιμνα γενής, μετα γενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
θνησιγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που πεθαίνει μόλις γεννηθεί, που γεννήθηκε σχεδόν νεκρός, θνησιγέννητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)